ωστενίτης

ωστενίτης
ο, Ν
(χημ.-μεταλργ.) στερεό διάλυμα άνθρακα και άλλων συστατικών σε μια αλλοτροπική μορφή τού σιδήρου, που παραμένει σταθερή σε θερμοκρασίες υψηλότερες τών 910° C και χαρακτηρίζεται από εδροκεντρωμένη κυβική δομή, αλλά είναι δυνατόν, στην περίπτωση ειδικών χαλύβων, χάρη σε ορισμένη διαδικασία βαφής, να διατηρηθεί μέχρι τη συνήθη θερμοκρασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. austenite].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διαλυτότητα — Όρος με τον οποίο, σύμφωνα με έναν ορισμό γενικού χαρακτήρα ο οποίος ισχύει για όλα τα δυνατά διαλύματα, καθορίζεται η μέγιστη ποσότητα ενός σώματος που μπορεί να διαλυθεί σε μία συγκεκριμένη ποσότητα διαλύτη, σε ορισμένη θερμοκρασία. Με αυτό τον …   Dictionary of Greek

  • ωστενιτικός — ή, ό, Ν [ωστενίτης] (χημ. μεταλργ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ωστενίτη («ωστενιτικοί χάλυβες») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”